- τρεχάμενος
- -η, -οβλ. τρεχούμενος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρεχάμενος — η, ο, Ν βλ. τρεχούμενος … Dictionary of Greek
-άμενος — Γλωσσ. κατάληξη μεσοπαθητικών μετοχών τής νέας Ελληνικής. Οι μετοχές σε άμενος τής νέας Ελληνικής αποτελούν αναλογικούς σχηματισμούς κατά το πρότυπο μεταγενέστερων τύπων μετοχής (παράβαλε τύπο μετοχής γενάμενος < μεταγενέστερο τύπο αορίστου… … Dictionary of Greek
λεγάμενος — η, ο 1. αυτός για τον οποίο γίνεται ή έγινε λόγος, υπονοούμενος 2. (ειρων. ή επικριτικά) γνωστό πρόσωπο ή πράγμα που αποφεύγουμε να ονομάσουμε 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο αγαπητικός, ο ερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. φωνής τού λέγω,… … Dictionary of Greek
σερνάμενος — η, ο, Ν 1. αυτός που σέρνεται 2. το ουδ. ως ουσ. το σερνάμενο α) ναυτ. το αγόμενο συσπάστου ή πολυσπάστου β) ερπετό 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σερνάμενα ναυτ. η επιχειρία τού σκάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. φωνής τού σέρνω σχηματισμένη κατά… … Dictionary of Greek
τρεχούμενος — και τρεχάμενος, η, ο, Ν 1. (για υγρά) αυτός που ρέει («τρεχούμενο νερό») 2. φρ. α) «τρεχούμενος λογαριασμός» ο ανοιχτός λογαριασμός β) «τρεχούμενος λογαριασμός καταθέσεως» κατάθεση που μεταβιβάζεται με επιταγή, αποτελεί πιστωτικό χρήμα και… … Dictionary of Greek
τρέχω — τρέχω, έτρεξα βλ. πίν. 31 Σημειώσεις: τρέχω : η λόγια μτχ. ενεστώτα τρέχων, ουσα, ον απαντάται ως επίθετο αυτός που ισχύει τώρα ή αφορά το τωρινό χρονικό διάστημα ή το άμεσο μέλλον). Η μτχ. τρεχούμενος (σπάνια τρεχάμενος) χρησιμοποιείται ως… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τρεχούμενος — τρεχούμενος, η, ο και τρεχάμενος, η, ο 1. (για υγρά), που τρέχει, που ρέει, πηγαίος: Τρεχούμενο νερό. 2. Τρεχούμενος λογαριασμός, λογαριασμός ανοιχτός, χωρίς εγγυήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)